ταμων

ταμων
    ταμών
    -οῦσα -όν part. aor. 2 к τέμνω См. τεμνω

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ταμων" в других словарях:

  • ταμών — τέμνω cut aor part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τάμων — Τάμω̆ν , Τάμως masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • POLYPHEMUS — inter Cyclopas omnes, qui centum fuisse memorantur, viribus corporis formaeque magnitudine praestantissimus fuit; quibus vero parentibus ortus fuerit, nondum constat. Apollonius, Argon. l. 1. illum Neptunô et Europâ Tityi filiâ natum fuisse… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δόρυ — Μακρύ κοντάρι με αιχμηρό άκρο, που το χρησιμοποίησαν ως όπλο οι λαοί της αρχαιότητας και είναι διαδεδομένο ακόμα και σήμερα σε πρωτόγονες φυλές. Για να έχει πιο αποτελεσματική και μακρόχρονη χρήση, το άκρο του δ. ήταν ενισχυμένο, από πολύ παλιά,… …   Dictionary of Greek

  • μελεϊστί — και μελιστί (Α) επίρρ. κατά μέλη, κατά τμήματα, κομματιαστά («ἠέ μιν ἤδη ἦσι κυσὶν μελεϊστὶ ταμὼν προύθηκεν Ἀχιλλεύς», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μέλε ος + επιρρμ. κατάλ. ιστί. Το επίρρ. προϋποθέτει ένα αμάρτυρο ρ. *μελεΐζω, κατά τα κτερεΐζω… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»